1 ΛΥΣ. αλλ' ου γάρ Ελένη σοί γ' αναπτύξαι φθονώ γνώμης ίν' έσμεν· αύριον κατ' ευφρόνην, μεμηχάνηται κρύφιον εκκλέψαι πόδα. ΕΡΜ. και τηδ' εν ύλη γ', ου συ δή κάγώ ποτε φρενών γλυκείαν φροντίδ' επεκοινούμεθα, 1 Εur. Orest. 1499. 3 Εur. Med. 1036. Ε SECOND PART OF KING HENRY IV. ACT 4. Sc. 4. Tuy wish was father, Harry, to that thought : 'ΕΞ ελπίδος του δηλος ει φρονών τάδε δαρόν γέ σοι προσκείμεθ', άλγεινώς θ' άμα. συ δ' ουκ ανέσχου, πριν τελεσθήναι χρόνον, κενών θρόνων έρωτα μαργωθείς φρένα, ουδ' ώς πατρώα μη ουχί προσθέσθαι γέρα. φεύ της ανοίας, ός γ' υπέρ σαυτόν κράτη ζητών λέληθας πημ’ υφ' ου πεσει ποτέ. σχες αλλά βαιόν: ο γάρ ευκλείας νέφει εξηγεμώθην, oύνεκα σμικράς πνοής πέπτωκεν ήδη, και φθίνει τουμόν φάος: 10 και μην & βαιου κουχί μυρίου χρόνου μετ' ευσεβείας ήν αν έκτήσθαι γέρα, κλοπεύς συ τούτων ηρέθης, πατρός τέ σοι θνήσκοντος ελπίς πάσ’ αποσφραγίζεται. και πριν γάρ ήσθα δήλος ου στέργων εμέ, τανύν δε πράσσεις ως άν εκμαθών θάνω. ήτ’ άρα μύρι’ έν φρεσιν κρύψας έχεις βέλεμνα, νηλεί καρδία νεηκονή, επ’ άνδρα νεκρόν πλήν γε του σμικρού χρόνου. ουκούν μ' έάσεις τόνδε τον σμικρόν χρόνον 20 εί' ούν απελθε, σπεύδε, κάκπόνει μολών τάφους πατρώους αυτός αυτουργώ χερί κωδώνας εκδίδαξον ευφημεϊν τορώς, ως σου κρατούντος μη θανόντος ως εμού. δάκρυά θ', και πολλά πατρί τυμβεύσαι χοάς προσήκεν, αυτά ταύτά σοι σωτηρίου δρόσος γένοιτο χρίσματος στέφειν κάρα. θες αλλά μ' έν λήθη τε και φαύλη κόνει, ευλαίς τε τόν σοι ζήν δεδωκότ’ αντίδος. 30 1 Εur. Orest. 1108. και δη πάντ' αποσφραγίζεται. HAMLET. Act 1. Sc. 3. La. My necessaries are embark'd; farewell : Op. Do you doubt that ? La. For Hamlet, and the trifling of his favour, Hold it a fashion, and a toy in blood ; A violet in the youth of primy nature, Forward, not permanent; sweet, not lasting, The perfume and suppliance of a minute ; No more. Op. No more but so? La. Think it no more : For nature, crescent, does not grow alone In thews, and bulk ; but, as this temple waxes, The inward service of the mind and soul Grows wide withal. Perhaps, he loves you now; And now no soil, nor cautel, doth besmirch The virtue of his will : but, you must fear, His greatness weighed, his will is not his own; For he himself is subject to his birth : He may not, as unvalued persons do, Carve for himself; for on his choice depends The safety and the health of the whole state ; ΟΦΗΛΙΑ. ΛΑΕΡΤΗΣ. ΛΑ. Ώ ΠΟΛΛ' αδέλφη χαιρε" τανάγκαια γαρ ήδη το πλοίον τάμ' έχει συ δ' ούν όταν τάνθένδε γράψον. θερμόν τιν' ηγού κουφονού τρόπον πόθου, κάθως δ' ίον τι θάλλον έν πρώταις έτους ηβώντος ώραις, πρώων άλλ' εφήμερον, 10 ευώδες ού βέβαιον, ού γάνος βραχύ ευθύς φυτευθεν έφθιται μηδέν πλέον. αυξητική γ' ου σάρκας αύξεται μόνον, |