Not all the water in the rough rude sea [1834. KING RICHARD II. ACT 3. Sc. 2. KING RICHARD. Let's talk of graves and worms and epitaphs ; Which serves as paste and cover to our bones. ου γάρ θαλάσσης άγριας δυςχειμέρου 30 1834.] ΡΙΧΑΡΔΟΣ. ΕΥΛΑΙ τάφοι τε καπιτύμβιοι γραφα ημίν αν είη ταπίλοιπα των λόγων: φέρ' εγγράφωμεν εις κόνιν δελτούμενοι λύπης δακρυτα σύμβολ' όμμάτων δρόσω: δόμων δ' επιτρόπους διαδόχους τε χρημάτων ελώμεθ'· ου μην ταυτά γ' ώς τι μέλλομεν ημείς καταλιπείν πλήν τα σώματα χθόνι ριφθέντ’ άτιμα της πάρος χλιδής άτερ; κείνου μεν ουν νύν οι βαθείς ημών γύαι, αυτοι δε χημείς, και τα πάνθ' απλώ λόγω, 10 ουδ' ίδιον ημών ουδέν άλλο, πλήν θανείν, το τ’ ευτελές τύπωμα της χέρσου χθόνος, λεπτό γε πελάνω σώμ' όσον κρύπτειν μόνον. ν. 12. Vid. Soph. Electr. 54. For heaven's sake, let us sit upon the ground, And tell sad stories of the death of kings: How some have been deposed, some slain in war, Some haunted by the ghosts they have deposed; Some poisoned by their wives; some sleeping killed ; All murdered :—for within the hollow crown That girds the mortal temples of a king, Keeps Death his court: and there the antic sits, Scoffing his state, and grinning at his pomp; Allowing him a breath, a little scene To monarchize, be feared, and kill with looks ; Infusing him with self and vain conceit,As if this flesh, which walls about our life, Were brass impregnable; and, humoured thus, Comes at the last, and with a little pin Bores through his castle wall, and-farewell king ! Cover your heads, and mock not flesh and blood With solemn reverence; throw away respect, Tradition, form, and ceremonious duty; For ye have but mistook me all this while : I live with bread like you, feel want, taste grief, Need friends :subjected thus, How can you say to me, I am a king ? προς θεών, χαμαι κλιθέντες αναμετρώμεθα μύθοις θανόντων βασιλέων οικτράς τύχας: ώς οι μεν Άρεως έργον, οι δε των θρόνων εξέπεσον άλλον δ' εκφοβούσ' άλάστορες ών αυτός αρχής καπενόσφισεν βίου ο δ' αυ καθεύδων έννυχος διώλετο, ο δ' εκ δάμαρτος φαρμάκων βία γε μην 20 οι πάντες-έν γάρ στέμματος κοίλω κύτει, και κράτ’ άνακτος αμπέχει βροτήσιον, θρόνοις κάθηται Θάνατος εν δ' ο κέρτομος γελά τυράννους αγλαΐσμασιν χλιδής, ψιλήν παρείς σφιν αιθέρος δόσιν, χρόνον βραχύν τιν' ώμοϊς εγκαθυβρίζειν τρόπους, φόνον τε γοργούς όμμασιν βλέπειν έπει αυθαδία νιν εξεχαύνωσεν κενή, ως δήθεν έρκος σάρκινoν ψυχής τοδε χαλκώ πέριξ πυργωθέν.-ώδ' αεί τρυφαίς 30 θάλπων νιν έρπει δ' ουν τέλος, κεντεϊ δ' ακμή σμικρού η ατράκτου ρυμα τούτο τειχέων: βέβηκε δ' άναξ φρούδος»–ού πυκάζεται κάρα τις υμών, μηδε προστροπαϊς άγαν σεμναϊς το λοιπόν εγκατιλλώψει βροτώ; αιδώ παλαιάν μέθετε, ρίπτετ' εντροπής πατρίους παραδοχές, πρόσπολόν θ' υπουργίαν, ουδέν γάρ άλλ' ή μ' αγνοείτε δεύρ' αείυμίν γε ταυτόν καμέ τοι σίτον τρέφει αλγώ σπανίζων, γεύομαι δ' άχους φίλων 40 δεί κάμ’ αρωγής: είτα, τώνδ' υπήκοον, πως δή βασιλέα τούνομ’ ανταυδάν μ' έχρήν ; ν. 37. Εur. Bacch. 201. ed. Dind. KING HENRY VI. PART III. ACT 2. Sc. 2. Clif. My gracious liege, this too much lenity And harmful pity must be laid aside.To whom do lions cast their gentle looks? Not to the beast that would usurp their den. Whose hand is that the forest bear doth lick? Not his, that spoils her young before her face. |